- θεομήστωρ
- (5ος αι. π.Χ.). Τριήραρχος. Καταγόταν από τη Σάμο και πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας στο πλευρό των Περσών εναντίον των Σπαρτιατών. Για τη βοήθειά του αυτή οι Πέρσες τον διόρισαν τύραννο της Σάμου.
* * *θεομήστωρ, -ορός, ὁ (Α)1. αυτός που μοιάζει με τους θεούς στη σκέψη, που συμβουλεύει σαν θεός2. ο επινοημένος από θεό («θεομήστορος εἰκόνα κόσμου»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + μήστωρ «σύμβουλος» (< μήδομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.